Καταστατικό

Υπάρχουν πολλές συλλογικότητες που ισχυρίζονται ότι λειτουργούν στη βάση των αρχών της ομοφωνίας ενώ στην πραγματικότητα έχουν υιοθετήσει μερικές μόνο πτυχές αυτής της διαδικασίας, αγνοώντας τον θεμελιώδη της πυρήνα: δηλαδή την ισότητα, το σεβασμό, την αμοιβαία αποδοχή και την ύπαρξη ενός ανοικτού πεδίου ανταλλαγής ιδεών. Παραδείγματος χάριν, μια ομάδα μπορεί να χρησιμοποιεί την ομοφωνία κυρίως ως μέσο ψηφοφορίας προτάσεων – δηλώνοντας, κατά συνέπεια, ότι όλες οι αποφάσεις πρέπει να είναι ομόφωνες – ενώ στην πραγματικότητα αποτυγχάνει να ενθαρρύνει ή να επιτρέψει την ελεύθερη έκφραση των απόψεων. Σε αυτή την περίπτωση η ομοφωνία έχει υπονομευθεί. Αντί να αποτελεί μέσο που εξασφαλίζει ότι ακούγεται η φωνή του καθενός, η ομοφωνία γίνεται μια καταναγκαστική τακτική που στηρίζει την εξουσία μιας αυτόκλητης ελίτ.

Σε άλλες περιπτώσεις, η διαδικασία της ομοφωνίας δεν κακοποιείται σκόπιμα, αλλά απλώς πέφτει θύμα της ασάφειας και της παρανόησης. Για παράδειγμα, τα μέλη μιας ομάδας μπορεί να θεωρήσουν ότι σε περίπτωση διαφωνίας για κάποιο ζήτημα, η πρόταση που υποβλήθηκε προς εξέταση πρέπει απλά να απορριφθεί και το ζήτημα να παραμείνει αναπάντητο. Η ομοφωνία πρέπει να ενθαρρύνει μια λύση με την οποία όλα τα μέλη να μπορούν να συμφωνήσουν, και όχι μια μορφή παραίτησης, ελλείψει της ομοφωνίας, η οποία αφήνει το status quo άθικτο.

Πολλές φορές, συλλογικότητες που λειτουργούν στη βάση της ομοφωνίας στηρίζονται στην υπόθεση ότι η διαδικασία της γίνεται κατανοητή με τρόπο διαισθητικό από τους συμμετέχοντες. Μια ομάδα μπορεί να λειτουργεί αρκετά καλά χωρίς να έχει μελετήσει πολύ προσεκτικά τις διαδικασίες της, έως ότου εμφανιστεί κάποιο πρόβλημα, οπότε το συλλογικό αίσθημα της ομάδας και η όρεξη να εργαστεί από κοινού, καταρρέει. Σίγουρα τo να δίνει μια συλλογικότητα βάρος στις διαδικασίες είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιόδους κρίσης. όμως, όταν έχει ήδη εμφανιστεί μια ρωγμή στις εσωτερικές της σχέσεις, τότε είναι συνήθως πάρα πολύ αργά για να χτιστεί, από τη μια στιγμή στην άλλη, το σύνολο των διαδικασιών που θα ήθελε η ομάδα να έχει και να ακολουθεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι άνισες σχέσεις στη δυναμική της συλλογικότητας έχουν εμφανιστεί πολύ πριν τα προβλήματα γίνουν προφανή, με αποτέλεσμα να την εκτροχιάσουν σε μια δύσκολη περίσταση.

Στόχος μας είναι να ρίξουμε φως σε μερικές από τις ανισορροπίες και τους σχετικούς ανταγωνισμούς εξουσίας που συχνά κρύβονται κάτω από τον μανδύα της ομοφωνίας. Αυτό το κάνουμε προκειμένου να βοηθηθούν τα μέλη της ομάδας στο να διορθώσουν τέτοια προβλήματα, στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν την αληθινή δημοκρατία και ισότητα.

Εισαγωγή στην ομοφωνία

Σε γενικές γραμμές, μια συλλογικότητα που λειτουργεί στη βάση της αρχής της ομοφωνίας πραγματοποιεί τακτικές συνελεύσεις στις οποίες υποβάλλονται και συζητιούνται προτάσεις. Στο τέλος κάθε συζήτησης, ο συντονιστής θα ρωτήσει αν υπάρχουν αντιρρήσεις, και αν δεν υπάρχει καμία, τότε θα μπορεί να ειπωθεί ότι η πρόταση έχει περάσει ομόφωνα. Ομως, αυτή η διαδικασία δεν εγγυάται πάντα πραγματική ομοφωνία, καθώς πολλά εξαρτώνται από τις προϋπάρχουσες δυναμικές εξουσίας. Παραδείγματος χάριν, εάν τα μέλη προσεγγιστούν ξεχωριστά πριν από την συνέλευση και πειστούν για την αξία της πρότασης, τότε αυτό αποτελεί χειραγώγηση της διαδικασίας, καθώς παρακάμπτει τον ανοικτό χώρο συζήτησης, ο οποίος βρίσκεται στην καρδιά της ομοφωνίας. Η απόφαση, επίσης, δεν θα έχει παρθεί με ομοφωνία, εάν ένα μέλος που έχει επιρροή ή χρησιμοποιεί πρακτικές εκφοβισμού εκφράσει την έντονη υποστήριξή του προς μια συγκεκριμένη πρόταση και την ενόχληση ή ανυπομονησία του με οποιαδήποτε εκφράζει διαφωνίες, υπονομεύοντας έτσι την ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών και ενδεχομένως επηρεάζοντας το τελικό αποτέλεσμα.

Ακόμη, στην περίπτωση που μερικά μέλη δεν έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να κάνουν μια ενημερωμένη επιλογή αλλά πρέπει να στηριχθούν στις διαβεβαιώσεις των υπερασπιστών της πρότασης ότι το σχέδιό τους είναι υγιές, τότε και αυτό επίσης, θα ακυρώσει ουσιαστικά την ομοφωνία.

Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο ακανθώδες όταν δεν περνούν οι προτάσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, εάν η ομοφωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί τότε το ζήτημα απλώς απορρίπτεται και η ομάδα επανέρχεται στο προηγούμενο καθεστώς. Αυτό σημαίνει ότι το θέμα που η πρόταση ήθελε να εξετάσει θα παραμείνει άλυτο. Αυτό δεν είναι ομοφωνία. Η ομοφωνία απαιτεί από όλα τα μέλη να δηλώσουν ότι η έκβαση μιας συζήτησης έχει γίνει, οριακά τουλάχιστον, αποδεκτή. Εάν κάποιο μέλος προτείνει μια αλλαγή επειδή αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, τότε η πρόταση αυτή δεν μπορεί απλά να ξεπεραστεί χάριν της συμφωνίας της ομάδας.

Το βέτο, δηλαδή το δικαίωμα ενός ή περισσοτέρων προσώπων να μπλοκάρουν μια πρόταση με την οποία όλοι οι άλλοι συμφωνούν, είναι μια πτυχή της ομοφωνίας που φαίνεται πως είναι αποδεκτή παγκοσμίως. Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι ένα άτομο μπορεί να κρατάει την συλλογικότητα όμηρο στις ιδιοτροπίες του. Το δικαίωμα να ασκήσει κάποιος βέτο πρέπει να χρησιμοποιείται συνετά και όχι σαν ένα παιχνίδι εξουσίας. Παρόλα αυτά, συχνότερα ασκείται πίεση από τα πιο κυριαρχικά μέλη της ομάδας έτσι ώστε να αναγκαστεί κάποιο μέλος να ΜΗΝ μπλοκάρει την πρόταση και να μην εκφράσει τη διαφωνία του. Η διαφωνία βάζει οποιονδήποτε στο επίκεντρο της προσοχής και εύκολα τον χαρακτηρίζει σαν ταραχοποιό, ιδιαίτερα όταν η διαφωνία σημαίνει ότι αψηφούνται τα ισχυρά μέλη της ομάδας τα οποία έχουν ήδη φροντίσει, σε επίπεδο προσωπικών επαφών, να πείσουν τα υπόλοιπα μέλη για τις θέσεις τους. Για τα μέλη που έχουν καθιερωθεί ως οι de facto ηγέτες (ναι, αυτό συμβαίνει συχνά στις συλλογικότητες ισότιμων σχέσεων) και που μπορεί να έχουν επιρροή μέσα στην ομάδα εξαιτίας του χαρίσματος ή της πειστικότητάς τους, ή επειδή έχουν επιτύχει εντυπωσιακά επιτεύγματα για τη συλλογικότητα, η προσφυγή στο βέτο δεν είναι καν απαραίτητη για να ακυρώσουν μια πρόταση. Είναι αρκετό για αυτούς να επιδείξουν ενόχληση, εκνευρισμό, ή ταραχή με την προτεινόμενη δράση, δημιουργώντας δυσπιστία μεταξύ των υπόλοιπων. Το κατάλληλο άτομο θα μπορούσε να καταστρέψει μια πρόταση απλώς κατσουφιάζοντας την “κατάλληλη” στιγμή, αναστενάζοντας υπερβολικά, ή γελώντας σαρκαστικά. Αυτό, σαφώς, δεν είναι ομοφωνία.

Η ομοφωνία δεν είναι μόνο το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μίας ομάδας, ούτε το σημείο όπου γίνεται μια ψηφοφορία και το αποτέλεσμα είναι ομόφωνο, σταματώντας οποιεσδήποτε τάσεις για φραγμούς ή εξαιρέσεις. Η διαδικασία της ομοφωνίας πρέπει να τρέφει ολόκληρη τη δομή της ομάδας ή της οργάνωσης και να αποτελεί τη βάση για όλες τις δραστηριότητες και τις βασικές της λειτουργίες. Αυτό ισχύει για όλες τις αντι-ιεραρχικές ομάδες, ακόμη και για εκείνες που δέχονται κάποια μορφή πλειοψηφικής ψηφοφορίας στη λήψη των αποφάσεών τους και άρα, ενδεχομένως, δεν μπορούν να οριστούν αυστηρά ως ομάδες που λειτουργούν στη βάση της ομοφωνίας.

Η βασική προϋπόθεση της ομοφωνίας για μια ομάδα που θέλει να λειτουργεί συλλογικά και ισότιμα, ορίζεται από τα εξής: όλα τα μέλη είναι πολύτιμα, οι απόψεις όλων αξίζουν προσοχής και η συνεισφορά όλων είναι απαραίτητη για να προχωρήσουν τα εγχειρήματα της συλλογικότητας μέσα σε ένα πνεύμα συνεργασίας. Αυτό διαφέρει από τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν συμβατικές οργανώσεις, καθώς δεν δημιουργούνται σχέσεις αντιπαράθεσης, όπου μια πλευρά κερδίζει (συχνά η πλειοψηφία, αλλά το ίδιο συχνά και η πλευρά που έχει περισσότερη δύναμη με το μέρος της) και μία χάνει. Στη διαδικασία της ομοφωνίας, κάθε επιχείρημα δεν αναπτύσσεται για να υπερασπίσει μια θέση αλλά για να οδηγήσει σε λύσεις με τις οποίες όλοι μπορούν να συμφωνήσουν. Για να μπορεί ο καθένας να δίνει ελεύθερα τη συγκατάθεσή του, δεν πρέπει να υπάρχει κανένας εξαναγκασμός ή άνιση κατανομή εξουσίας. Κατά συνέπεια η απουσία ιεραρχίας και εξουσίας δεν είναι μια πρόσθετη συνθήκη στη δομή των ομάδων ισότιμων σχέσεων αλλά ουσιώδης προϋπόθεση για τη διαδικασία της ομοφωνίας.

Γιατί οι συλλογικότητες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες

Η διαδικασία της ομοφωνίας είναι βασισμένη στην υπόθεση ότι όλα τα μέλη μιας συλλογικότητας προσπαθούν με καλή πίστη να εργαστούν συλλογικά, έντιμα και στηρίζοντας το ένα το άλλο ώστε να επιτύχουν τους αμοιβαία συμφωνημένους σκοπούς της ομάδας. Αυτή η προσδοκία, όμως, της καλής θέλησης, μπορεί να κάνει μια συλλογικότητα ιδιαίτερα ευάλωτη σε χειραγώγηση από άτομα που επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τη συμμετοχή τους στην ομάδα για να την οδηγήσουν στην κατεύθυνση που τους ταιριάζει καλύτερα, ή ως μέσο για να ενισχύσουν την προσωπική τους αίσθηση ότι είναι σημαντικά ή ότι έχουν τον έλεγχο.

Είμαστε εξοικειωμένοι με τις εξαναγκαστικές τακτικές των επίμονων πωλητριών: κερδίζουν την εμπιστοσύνη μας συμμεριζόμενες τις ανησυχίες μας και διαβεβαιώνοντάς μας ότι είναι με το μέρος μας. Υπόσχονται να μας βοηθήσουν παρέχοντάς μας -με μεγάλες θυσίες για τις ίδιες, όπως ισχυρίζονται- κάτι που θέλουμε και χρειαζόμαστε. Όταν αποτυγχάνουμε να εκτιμήσουμε τις ειλικρινείς και σκληρές προσπάθειες που έκαναν για εμάς, συμπεριφέρονται ως πληγωμένες και προδομένες.

Βέβαια οι περισσότεροι είμαστε καχύποπτοι με τις πωλήτριες και μπορεί να μην πέσουμε στις παγίδες τους. Αλλά όταν έχουμε να κάνουμε με ένα μέλος της συλλογικότητας, κάποιος που είναι δεσμευμένος στην ίδια ιδέα και που μοιράζεται μαζί μας την κοινή πίστη στην ισότητα και τη δικαιοσύνη, είναι πιθανό να μην τον υποψιαστούμε για αλλότρια κίνητρα. Επιπλέον, εάν κάποιος ήθελε να εκφράσει επιφυλάξεις για τα κίνητρα ενός συντροφικού μέλους, θα μπορούσε να κατηγορηθεί για υπονόμευση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είναι ουσιαστική για τη συλλογική διαδικασία.

Δυστυχώς, όμως, έχουμε δει να συμβαίνουν ξανά και ξανά, στις αντι-ιεραρχικές συλλογικότητες, τόσο άσχημα παιχνίδια εξουσίας, όσο και ύπουλη χειραγώγηση των συλλογικών ιδανικών.

Η επίδειξη πίεσης, άγχους ή σοβαρής ανησυχίας είναι ένας συνηθισμένος τρόπος για να ασκήσει επιρροή κάποιος που επιθυμεί να χειραγωγήσει, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από μας θέλουμε να βοηθήσουμε ένα μέλος που αγωνιά, και συχνά είμαστε τόσο πρόθυμοι ώστε να αγνοούμε άλλες προτεραιότητες ακριβώς για να ανακουφίσουμε, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αυτόν που δυσφορεί. Με το να εμφανίζεται ως ανήσυχος για την πιθανότητα του να μη γίνει κάτι ή ως καταβεβλημένος εξαιτίας όλων όσων έχει να κάνει μόνος του, ο αυτόκλητος ηγέτης μπορεί να πιέσει κάποιους άλλους ώστε να δράσουν χωρίς να δώσουν προσοχή στις προσυμφωνημένες παραμέτρους. Αντίστοιχα, το να παριστάνει τον πληγωμένο ή έκπληκτο, ή το να δίνει την εντύπωση ότι βράζει από δίκαιη οργή επειδή εκφράστηκε κάποια ανησυχία, είναι ένας εύκολος τρόπος για να σιγήσουν οι άβολες διαφωνίες.

Η πιο συνηθισμένη αντίδραση της συλλογικότητας προς ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων που θέλουν να χειραγωγήσουν τη συλλογική βούληση δεν είναι, όπως ίσως θα ελπίζαμε, να εγκαλεί αυτούς που επιχειρούν να χειραγωγήσουν, αλλά αντιθέτως, να δείχνει ευγνωμοσύνη προς όποιον αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της λειτουργίας της ομάδας και των δραστηριοτήτων της. Οταν τα μέλη κάνουν κάτι τέτοιο, συνεργούν στις τακτικές αρπαγής της εξουσίας από όσους έχουν αυτο-ανακηρυχθεί αρχηγοί. Επιπλέον, συχνά τα μέλη της συλλογικότητας προσφέρουν σε αυτές τις αυτόκλητες ελίτ την πίστη και την υποστήριξή τους και γίνονται ευθέως δύσπιστα ή κοροϊδευτικά προς όσους αμφισβητούν τις ενέργειες ή την εξουσία αυτής της ηγεσίας. Σε αυτό το σημείο η ομάδα όχι μόνο δεν λειτουργεί συλλογικά ή ομόφωνα, αλλά έχει ήδη γίνει μια αποδοτική, ιδιωτική «λέσχη».