Καταστατικό

Τα Προσωπικά Ζητήματα και τα Ζητήματα της Ομάδας

Μερικές φορές, δύο άτομα που εμπλέκονται σε προσωπική και συναισθηματική αντιπαράθεση, θα επιμείνουν να τραβήξουν σ’ αυτήν ολόκληρη τη συλλογικότητα, απαιτώντας, ο καθένας (ή και μόνο ο ένας), από την ομάδα να καταδικάσει τον άλλον. Αυτός που έχει μεγαλύτερη επιρροή στο πλαίσιο της ομάδας, ισχυρότερη προσωπικότητα, ή απλώς την ικανότητα να πείσει ότι είναι ο πιο αδικημένος, ίσως πετύχει τη δημιουργία ενός αγανακτισμένου, θυμωμένου μετώπου ενάντια στον «αντίπαλό» του.

Σε αυτές τις περιπτώσεις η παρέμβαση ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, μίας μικρής ομάδας από τα υπόλοιπα μέλη, ας πούμε ένα ως τρία άτομα, μπορεί να τις βοηθήσει να λύσουν την αντιπαράθεση, τουλάχιστον μέχρι το βαθμό που θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν να λειτουργούν ως κομμάτι της συλλογικότητας. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι χρήσιμο να αναζητηθούν ουδέτερες διαμεσολαβητές εκτός ομάδας. Είναι όμως ασύμβατο με το πνεύμα της ομοφωνίας και της ισότητας, που προϋποθέτει ισότιμο σεβασμό για κάθε άτομο και τη συνεισφορά του στην ομάδα, ν’ ανάγεται η συλλογικότητα σε δικαστές και ενόρκους (ή σε αιμοσταγείς χωριάτες που κραδαίνουν πυρσούς), για μία κατάσταση συναισθηματικά επώδυνη για τους εμπλεκόμενους και για την οποία η συλλογικότητα δεν μπορεί, αλλά ούτε και θα πρέπει, να γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες.

Η δημόσια επίλυση αντιπαραθέσεων, παρ’ όλο που είναι σαφώς προτιμότερη από το να βγαίνουν συμπεράσματα και αποφάσεις βασισμένα σε φήμες και υπαινιγμούς, φέρνει τις εμπλεκόμενες πλευρές στη δύσκολη θέση να πρέπει να εξηγήσουν προσωπικές επιλογές (για τις οποίες ενδεχομένως να μην είναι ιδιαίτερα περήφανες) μπροστά στα υπόλοιπα μέλη. Αυτή η τακτική μόνο σε άμυνα και άρνηση για συμβιβασμό είναι πιθανό να οδηγήσει, εξαιτίας του φόβου ότι μπορεί κάποιος να χάσει την αξιοπιστία του και να πληγωθεί.

Σε τέτοιες καταστάσεις μπορεί να παρουσιαστεί το επιχείρημα ότι οι εσωτερικές διενέξεις επηρεάζουν την εικόνα που έχουν για τη συλλογικότητα πιθανοί σύμμαχοι και ότι πρέπει ως εκ τούτου ν’ αποσιωπούνται -με το να απομακρύνεται ένας από τις εμπλεκόμενους από τις δραστηριότητες της συλλογικότητας. Η ιδέα αυτή, ωστόσο, είναι άκρως εξουσιαστική και πιθανόν να οδηγήσει σε διάσπαση της ομάδας παρά σε ενδυνάμωση των δεσμών στο εσωτερικό της. Επιπλέον οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι ο καλύτερος τρόπος για να διατηρηθεί η αρμονία στην ομάδα είναι το να μη γίνεται ανεκτή οποιαδήποτε διαμάχη.

Ένα αντίστροφο πρόβλημα, που εμφανίζεται επίσης αρκετά συχνά, είναι το εξής: όταν κάποιος διαμαρτύρεται δικαιολογημένα για τον τρόπο με τον οποίο κάποιο άλλο μέλος συμπεριφέρεται στο πλαίσιο των συλλογικών δραστηριοτήτων, μπορεί στη συνέχεια να κατηγορηθεί ότι εγείρει το ζήτημα λόγω προσωπικής αντιπάθειας.

Αυτή η περίπτωση έχει να κάνει με κατάχρηση της συλλογικής διαδικασίας, συνήθως από την πλευρά κάποιου αυτόκλητου αρχηγού, που δεν επιθυμεί να δικαιολογήσει τις πράξεις του και που θα επιδιώξει να διασκεδάσει κάθε κριτική, ισχυριζόμενος ότι αυτός που διαμαρτύρεται έχει προσωπικό πρόβλημα μαζί του, παρά κάποια βάσιμη ανησυχία. Ετσι, σύντομα αυτός που είχε την τόλμη ν’ αμφισβητήσει τον αρχηγό μπορεί να βρεθεί συκοφαντημένος, εξευτελισμένος, ή να υποστεί κοροϊδίες και σαρκαστικά σχόλια, που στόχο θα έχουν να τον εξαναγκάσουν σε υποχώρηση.

Ακριβώς εδώ, κάποια καλοπροαίρετα μέλη της συλλογικότητας μπορεί να αντιδράσουν προτρέποντας τους υπόλοιπους να ηρεμήσουν. Μπορεί δε και να πετάξουν μερικές κοινοτοπίες του στυλ “το σημαντικό είναι η δουλειά της ομάδας!” (που δεν πρέπει, εννοείται, να υπονομεύεται από “αψιμαχίες”). Και σε κάποιον απληροφόρητο περαστικό, αυτό μπορεί να φανεί σαν μία καλή εκτίμηση, μια λογική απάντηση προς όφελος της γαλήνης της ομάδας. Στην πραγματικότητα, όμως, μία τέτοια παρέμβαση είναι πέρα για πέρα σκληρή και αναίσθητη. Είναι συμπτωματική ενός τύπου επιπολαιότητας που προκύπτει όταν αφελείς άνθρωποι επιτρέπουν την χειραγώγησή τους από κάποιον αρχηγό (βέβαια δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε πως σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να αποτελέσει και σκόπιμη τακτική).

Πιστεύουμε πως σε αυτές τις καταστάσεις η συλλογικότητα πρέπει απλώς να ενθαρρύνει αυτήν που εκφράζει δυσαρέσκεια ή διαφωνία, να μιλήσει. Η ομάδα δεν μπορεί να επιτρέπει το πνίξιμο μιας διαφορετικής άποψης προκειμένου να αποφύγει περαιτέρω τη διαμάχη. Αυτή είναι μια ψεύτικη αρμονία, που διαιωνίζει την αδικία και που δεν αρμόζει σε συλλογικότητες που (υποτίθεται) επιθυμούν να δημιουργήσουν δημοκρατικότερες κοινωνικές δομές.

Μικρό-διαχείριση της συμπεριφοράς των άλλων

Στο πλαίσιο μιας καλοπροαίρετης προσπάθειας να εδραιωθούν κανόνες που θα εμποδίζουν την απαξιωτική συμπεριφορά μεταξύ των μελών και την κατάχρηση της συλλογικής διαδικασίας, μερικές συλλογικότητες πέφτουν στην εξουσιαστική παγίδα της υπαγόρευσης, με κάθε λεπτομέρεια, πολύ συγκεκριμένων συμπεριφορών που τα μέλη τους μπορούν ή δεν μπορούν να έχουν. Όσοι δεν ακολουθούν αυστηρά τους κανονισμούς, ενδεχομένως άθελά τους, μπορεί να αποδοκιμαστούν, να καταδικαστούν σε βαθμό υπερβολής, ή να θεωρηθούν ανεπιθύμητοι.

Αυτόκλητοι αρχηγοί, έμπειροι στο να δουλεύουν με το σύστημα της ομοφωνίας, μπορεί να χρησιμοποιούν την τυφλή τήρηση των κανονισμών για να προβάλουν τους εαυτούς τους ως μοντέλα συμπεριφοράς -ακολουθώντας πάντα το γράμμα, αν και όχι απαραίτητα και το πνεύμα, των κανονισμών. Στη συνέχεια, μπορούν να κατηγορήσουν εκείνους που δεν είναι το ίδιο έμπειροι σχετικά με τις λεπτομέρειες των κανόνων, ή τόσο επιδέξιοι στο να φαίνονται ότι τους ακολουθούν, ως υπονομευτές της συναίνεσης. Όσοι διαπράξουν το σφάλμα να εκφραστούν με ακατάλληλη ορολογία ή εκτός σειράς γίνονται στην πορεία τα εύκολα θύματα για αυτές τις “τυράννους της διαδικασίας”.

Οι κανόνες συμπεριφοράς δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το βασικό σεβασμό, την αξιοπρέπεια, την κοινή λογική ή την έντιμη προσπάθεια να ακούσεις, να καταλάβεις και να αγωνιστείς για αυτό που είναι δίκαιο. Οποιαδήποτε προσπάθεια για κωδικοποίηση και περιορισμό της φυσικής ανθρώπινης αλληλεπίδρασης μπορεί να δημιουργήσει μια πνιγηρή ατμόσφαιρα εξαναγκασμού και αποδοκιμασίας.

Διακόπτοντας

Πολλά έχουν ακουστεί και ακούγονται συχνά, στους κύκλους των συλλογικών αντι-ιεραρχικών εγχειρημάτων, για το πόσο προβληματικό είναι να διακόπτεις κάποιον όταν αυτός μιλά. Το να διακόπτεις είναι σχεδόν πάντα ενοχλητικό και μπορεί να χρησιμοποιείται, ενίοτε ηθελημένα, για να επιβληθεί κάποιος έναντι του συνομιλητή του, όμως είναι επίσης και μια συνηθισμένη ανθρώπινη αδυναμία. Για κάποιους ανθρώπους είναι “χρόνια παθολογία” το να διακόπτουν, αισθάνονται ότι ξεχειλίζουν από  φοβερές ιδέες ή πληροφορίες και δεν μπορούν να συγκρατηθούν. Τέτοια άτομα αντιμετωπίζονται συνήθως με χιούμορ, ελαφριά κριτική ή απλώς με το να διακόπτονται τα ίδια. Αλλα άτομα μιλούν με τις ώρες. Δεν είναι κακό να διακόπτουμε με ωραίο τρόπο κάποιον που κουράζει τους υπόλοιπους με ατελείωτες και επαναλαμβανόμενες τοποθετήσεις, καθώς πρέπει να δίνεται χώρος ομιλίας σε όλους. Δεν πρέπει φυσικά να τους επιβάλλεται να σιωπήσουν, αλλά οφείλουν να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες της φλυαρίας τους.

Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι στον ίδιο βαθμό τη δεξιότητα να χειρίζονται επιτυχημένα τις διαπροσωπικές ανταλλαγές απόψεων. Κάποια άτομα δεν είναι προικισμένα με την ικανότητα του να αντιλαμβάνονται πότε ακριβώς κάποιος έχει ολοκληρώσει και ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να πάρουν το λόγο τώρα. Ειρωνικά, αυτοί που είναι οι περισσότερο επιρρεπείς στο να διακόπτουν -και έτσι να δεχθούν κριτική γι’ αυτό- είναι και αυτοί που έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να εκφραστούν και να ακουστεί η γνώμη τους. Ενώ ο συντονισμός μιας συζήτησης μπορεί να αποτρέψει κάτι τέτοιο, πάντα θα υπάρχουν άτομα που θα μπλέκονται σε παράλληλες συζητήσεις «εκτός σειράς», μέσα ή έξω από τις συναντήσεις.

Είναι ακόμη αρκετά φυσιολογικό, στον καθημερινό λόγο, να διακόπτουμε κάποιον για να διευκρινίσουμε επιτόπου μία παρεξήγηση: “Ω, όχι, όχι, δεν εννοούσα αυτό, αυτό που εννοούσα ήταν…”. Οι συλλογικές διαδικασίες χρειάζεται να λαμβάνουν υπόψη τους τις πρακτικές αλληλεπίδρασης στην καθημερινή επικοινωνία και όχι να υπαγορεύουν μηχανιστικές συμπεριφορές, καταδικάζοντας ταυτόχρονα όσους δεν τις ακολουθούν.

Βάζοντας σε σειρά τις τοποθετήσεις

Η απαγόρευση οποιασδήποτε διακοπής μπορεί να αποβεί προβληματική στις συνελεύσεις, ειδικά όταν συγχρόνως ισχύει ο αυστηρός κανόνας ότι τα μέλη μπορούν να μιλήσουν μόνο με τη σειρά που σήκωσαν το χέρι τους. Το να ζητά κάποιος το λόγο σηκώνοντας το χέρι είναι μια καλή ιδέα, εφόσον σταματά τους συμμετέχοντες από το να φωνάζουν απλώς για να ακουστούν, όπως επίσης καλή ιδέα είναι και η δημιουργία λίστας που καθορίζει ποιος έχει σειρά να μιλήσει. Και οι δύο όμως αυτές πρακτικές, αν εφαρμοστούν πολύ αυστηρά, μπορούν εύκολα να πνίξουν τη συζήτηση ή να διευκολύνουν τις καταχρήσεις.

Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να κάνει ηθελημένα αναληθείς και επιβλαβείς ισχυρισμούς, σχετικά με κάποια πρόταση που βρίσκεται σε συζήτηση με σκοπό να την υπονομεύσει. Αυτός που έκανε την πρόταση αρχικά, μπορεί να θέλει απελπισμένα να απαντήσει, αλλά δεν πρέπει να διακόψει και υπάρχουν και άλλα άτομα στη σειρά για να μιλήσουν. Αν μιλήσει εκτός σειράς πιθανότατα θα αντιμετωπιστεί με δυσφορία και ίσως να ενισχύσει την άποψη εκείνου που υπονομεύει την πρόταση. Αν μιλήσει όταν θα έχει έρθει τελικά η σειρά του, ίσως να είναι πλέον πολύ αργά για να ανακατασκευάσει την ήδη λανθασμένη άποψη των υπόλοιπων μελών. Δεν έχει, λοιπόν, νόημα να χρησιμοποιούμε λίστες χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψη ότι οι συζητήσεις απαιτούν ανταλλαγή. Οταν οι ερωτήσεις παραμένουν αναπάντητες και τα ψέματα δεν αμφισβητούνται, δεν μπορεί να υπάρξει δημιουργική ανταλλαγή απόψεων.

Αυτό που επίσης συμβαίνει συχνά, είναι ότι κάποιο μέλος σηκώνει το χέρι του ζητώντας το λόγο για να απαντήσει σε κάτι που μόλις ειπώθηκε. Μέχρι να έρθει η σειρά του να μιλήσει, μπορεί να έχουν ήδη γίνει άλλα δέκα σχόλια για άσχετα ζητήματα, και το θέμα για το οποίο ζήτησε το λόγο να μη βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της συζήτησης. Παρ’ όλα αυτά, μιας και είναι η μοναδική του ευκαιρία να σχολιάσει, θα κάνει την τοποθέτησή του έτσι κι αλλιώς. Αν πολλαπλασιάσουμε αυτή την διαδικασία με τον αριθμό των ατόμων που συμμετέχουν σε μία συνάντηση, βλέπουμε ότι παράγεται μια εντελώς τυχαία αλληλουχία τοποθετήσεων σε διαφορετικά ζητήματα και καμία συνοχή στη συζήτηση.

Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο ο δρόμος είναι ανοιχτός για να “βγάζουν λόγους” όσοι έχουν αυτοπεποίθηση και ευφράδεια, ενώ κάποια περισσότερο ντροπαλά και συνεσταλμένα μέλη μπορεί με το ζόρι να πουν μερικές λέξεις και να μην τους δοθεί άλλη ευκαιρία για να τοποθετηθούν πλήρως.

Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ο τρόπος που θα επιτρέπει σε όλα τα μέλη να ξεκαθαρίσουν, όταν χρειάζεται, κάποια ζητήματα χωρίς να εκθέτουν τον εαυτό τους σε οργισμένες επικρίσεις.

Δίνοντας το λόγο με προτεραιότητα

Πολλές συλλογικότητες θέτουν κανόνες με τους οποίους εξασφαλίζεται ότι οι συντονιστές της συνέλευσης μπορούν να δίνουν προτεραιότητα λόγου σε εκείνα τα άτομα και τις ομάδες που τείνουν, παραδοσιακά, να καταπιέζονται. Ομως, αν και η πρόθεση αυτής της ρύθμισης από μόνη της είναι αξιοσέβαστη, στην πράξη δεν είναι καθόλου εύκολο να διακρίνουμε ποια άτομα σε μία ομάδα είναι πιο πιθανό να σιωπούν και να παραγκωνίζονται από τον διάλογο. Οι ανισότητες και η διαφορά ισχύος μεταξύ ανθρώπων που απαρτίζουν μια μικρή ομάδα, οφείλονται σε μια σειρά παραγόντων που δεν είναι εύκολο να αναχθούν σε φυλετικά ή ταξικά χαρακτηριστικά, ή χαρακτηριστικά φύλου. Ετσι, όποια αποπειράται να αντιπαλέψει την αδικία εφαρμόζοντας υπερ-απλουστευτικά κριτήρια μπορεί να εκτραπεί σε καταστάσεις ακόμη πιο άδικες. Πολλές συλλογικότητες θα έπρεπε να είναι περισσότερο συνειδητοποιημένες ώστε να αποφεύγουν τέτοια λάθη.

Είναι σημαντικό να εξασφαλίζουμε ότι αυτοί που υπήρξαν σιωπηλοί θα έχουν την ευκαιρία να ακουστούν. Είναι ωστόσο αναγκαίο ο κανόνας να εφαρμόζεται με λογική. Όλα τα μέλη θα πρέπει να νιώθουν ελεύθερα να πουν “δεν έχω κάποιο σχόλιο”, χωρίς να αισθάνονται ότι έτσι απλώς υποκύπτουν σε σχέσεις άτυπης ιεραρχίας. Επιπλέον, αυτοί που εμπλέκονται άμεσα σε κάποιο ζήτημα ή που εγείρουν κάποιο θέμα, μπορεί να έχουν να πουν περισσότερα γύρω απ’ αυτό και μπορεί ακόμη και να ρωτηθούν από την ομάδα για να ξεκαθαρίσουν κάποια σημεία -δεν θα έπρεπε να σιωπήσουν επειδή κάποιος άλλος δεν έχει μιλήσει αρκετά για το ζήτημα. Επομένως, δεν είναι καθόλου λογικό για κάποιον που έφερε σε συζήτηση ένα θέμα να μην μπορεί να συμμετάσχει στην κουβέντα που εξελίσσεται μόνο και μόνο επειδή έχει εξαντλήσει τον χρόνο που του αντιστοιχεί, βάσει μιας αντίληψης που ορίζει ότι “όλοι πρέπει να μιλάμε το ίδιο” (ισομερής κατανομή του χρόνου των τοποθετήσεων).

Ο σκεπτικισμός είναι υγεία

Η δυσπιστία και η καχυποψία -σε αντίθεση με τον σκεπτικισμό- είναι αντιδράσεις που μπορούν τόσο να υπονομεύσουν τις έντιμες διαδικασίες μιας συλλογικότητας όσο και να παίξουν παιχνίδια με την κρίση των μελών της. Από την άλλη, η σκεπτικιστική στάση απέναντι στα πράγματα συνίσταται στο να μην προτρέχεις σε συμπεράσματα, είτε θετικά είτε αρνητικά, προτού εξετάσεις προσεκτικά κάποιο θέμα. Το να σχηματίσεις αρνητική γνώμη για ένα άτομο, εκτός του ότι είναι άσχημο, μπορεί να αποδειχθεί και πολύ άδικο. Πέρα από αυτό, μιας και οι περισσότερες δεν παραδεχόμαστε τα λάθη μας εύκολα, η κακή φήμη μπορεί να ακολουθεί επίμονα κάποιος ακόμη και όταν δεν υπάρχουν ενδείξεις που να την επιβεβαιώνουν. Ωστόσο, μια απερίσκεπτη θετική κρίση είναι εξίσου επιβλαβής. Μπορεί να δώσουμε υπερβολική σημασία στα λόγια κάποιου, απλώς και μόνο, επειδή δίνει την εντύπωση ότι είναι ιδιαίτερα ευφυής ή αποτελεσματικός. Ετσι η συλλογικότητα οδηγείται στο να ακολουθεί κακές συμβουλές ή στο να παραδίδει σε κάποιον τον έλεγχο της ομάδας (αυτό είναι πάντοτε μια κακή ιδέα).

Για μερικές από τις πιο απερίγραπτες αδικίες που μπορεί να συμβούν σε μια συλλογικότητα, ευθύνονται συχνά αυτοί που “απλώς ήθελαν να βοηθήσουν”. Για παράδειγμα, ένα μέλος της ομάδας έρχεται σε σένα, θυμωμένο και αναστατωμένο, και σου λέει για κάποιο άλλο μέλος ότι του κάνει τη ζωή δύσκολη. Σαν καλός φίλος συμπάσχεις, ακούς και προσφέρεσαι να κάνεις ότι περνά από το χέρι σου για να βοηθήσεις. Μπορεί ακόμη και να αναλάβεις το θέμα προσωπικά, ειδοποιώντας και τους υπόλοιπους για το τι συμβαίνει. Από κει και πέρα τα γρανάζια της φημολογίας ή, ακόμη χειρότερα, της αβάσιμης συκοφαντίας έχουν μπει σε κίνηση. Από εσένα.

Δεν προτείνουμε να μην είμαστε γενναιόδωροι στο πόσο συμπάσχουμε ή στηρίζουμε κάποιον συναισθηματικά –πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι κάθε ιστορία έχει δύο πλευρές και ότι καλό είναι να μην πράττουμε προτού μελετήσουμε προσεκτικά το τί συμβαίνει. Σε πολλές περιπτώσεις, όπου οι δύο εκδοχές της ίδιας ιστορίας είναι τελείως διαφορετικές και τα συναισθήματα πολύ έντονα, καλό είναι να ξεκινούμε μία επίσημη διαδικασία επίλυσης των διαφορών.

Δεν είναι ασυνήθιστο τα μέλη μιας συλλογικότητας που νιώθουν ότι έχουν αδικηθεί, να κυκλοφορήσουν κείμενο υποστήριξης ζητώντας από τους υπόλοιπους να προσυπογράψουν κυρώσεις σε βάρος αυτού που ισχυρίζονται ότι τα έθιξε. Σύμφωνα με την εμπειρία μας, οι άνθρωποι με πολύ ενθουσιασμό -στην προσπάθειά τους να φροντίσουν τα συμφέροντα της συλλογικότητας- μπορεί να συνυπογράψουν μια κατηγορία για την οποία πρακτικά γνωρίζουν από λίγα έως τίποτε, καταδικάζοντας κάποια που δεν γνωρίζουν καν. Περιττό να πούμε πως μια τέτοια συμπεριφορά δεν αποτελεί δείγμα υγιούς ομαδικής λειτουργίας. Ακόμη και αν όσοι προσυπογράφουν τις κατηγορίες έχουν καλές προθέσεις, άθελά τους αποποιούνται τις ευθύνες τους και μεταθέτουν το βάρος στη συλλογικότητα. Τα μέλη που κυκλοφορούν την καταγγελία μπορεί ειλικρινά να νιώθουν ότι έχουν βαθύτατα αδικηθεί, αλλά στην πραγματικότητα υπονομεύουν τη συλλογική διαδικασία παρακάμπτοντας το ανοιχτό φόρουμ δημοσιοποίησης των παραπόνων. Δυστυχώς, έχουμε γίνει μάρτυρες περιπτώσεων όπου η απομάκρυνση ατόμων με αυτό τον τρόπο ήταν μία συνειδητή στρατηγική και η συλλογικότητα χειραγωγήθηκε στο να πιστέψει ότι ένας τέτοιου είδους εξοστρακισμός ήταν προς το συμφέρον το δικό της και των όσων πρέσβευε.

Από την άλλη, συχνά μπορεί να παρατηρηθεί και το, κατά μια έννοια, αντίστροφο φαινόμενο: ένα μέλος που έχει υποστεί την κακοποιητική συμπεριφορά κάποιου άλλου μέλους, αναζητά βοήθεια από τους υπόλοιπους αλλά αντιμετωπίζεται με ξεκάθαρη αδιαφορία. Οι δυναμικές των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα μέλη της ομάδας εμφανίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις και παίζουν κρίσιμο πολιτικό ρόλο: αν κάποιος που δεν είναι πολύ δημοφιλής ή που δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τα άλλα μέλη της ομάδας διαμαρτυρηθεί για τη συμπεριφορά κάποιου μέλους που θεωρείται γενικώς αξιόλογο ή/και παίζει αρχηγικό ρόλο, μπορεί να βρεθεί απομονωμένος και να γίνει αντικείμενο γελοιοποίησης.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ο σωστός τρόπος για να προχωρήσει η συλλογικότητα -είτε κάποιες πιστεύουν αυτήν που κατηγορείται, είτε αυτήν που κατηγορεί- είναι να ερευνηθεί το ζήτημα, να λειτουργήσουν τα πρωτόκολλα επίλυσης διαφωνιών που έχουν προ-συμφωνηθεί για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων και να υπάρξει χώρος για να εκφραστούν όλες οι πλευρές. Ασχέτως με το ποια πλευρά τείνουμε να πιστέψουμε, τόσο οι βεβιασμένες κρίσεις όσο και η επιβολή υπερβολικών ή περιττών κυρώσεων σε καμία περίπτωση δεν προάγουν τη δικαιοσύνη ή το περί δικαίου αίσθημα.

Είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε πάντα να ξέρουμε τι έχει ακριβώς συμβεί- μπορούμε όμως να φτάσουμε σε μία σχετικά έγκυρη εκδοχή της πραγματικότητας αν στηριχτούμε σε εξακριβωμένα γεγονότα και την πιθανότητα που προκύπτει λογικά να έχει συμβεί το Χ γεγονός έναντι του Υ- για παράδειγμα αναλογιζόμενοι αν κάποιο από τα εμπλεκόμενα μέρη είχε λόγο να παραποιήσει ή να αποκρύψει την αλήθεια.